Το 1932, ο «αρχιμάγειρας» Νικόλαος Τσελεμεντές εξέδωσε τον πρώτο ελληνικό ολοκληρωμένο οδηγό μαγειρικής. Επηρεασμένος από τη γαλλική κουζίνα, εκσυγχρόνισε την ελληνική μαγειρική, μαθαίνοντας στις Ελληνίδες νοικοκυρές την μπεσαμέλ, τα πιροσκί και τη μπουγιαμπέσα. Τα τελευταία χρόνια, η τηλεόραση και το διαδίκτυο έχουν μετατρέψει τη μαγειρική σε μια «πανκαναλική επιχείρηση». Μια συνταγή έχει πρωτίστως ενημερωτικό σκοπό: δίνει πληροφορίες για τη χρήση των συστατικών. Παράλληλα έχει όμως και εκπαιδευτικό σκοπό, αφού εξηγεί τι πρέπει να κάνουμε για να παρασκευάσουμε ένα φαγητό. Τέλος, μπορεί να έχει και εμπορικό σκοπό, προωθώντας ένα συγκεκριμένο τρόφιμο, μια οικιακή συσκευή ή ένα εργαλείο μαγειρικής.
Τι δυσκολίες αντιμετωπίζει ο μεταφραστής τέτοιων κειμένων και ποιος είναι ο ρόλος του; Ο πρωταρχικός σκοπός κάθε συνταγής είναι να βοηθά τον αναγνώστη να ακολουθήσει συγκεκριμένες οδηγίες. Διαβάζοντας το κείμενο, ο αναγνώστης πρέπει να μπορεί να εκτελέσει τις οδηγίες εύκολα και αποτελεσματικά. Εάν ακολουθήσει τις οδηγίες και δεν καταφέρει να φτιάξει το φαγητό όπως προτείνει ο συγγραφέας της συνταγής, θα θεωρήσει ότι η συνταγή είναι αποτυχημένη. Αυτό σημαίνει ότι το κείμενο και, ως εκ τούτου, η μετάφραση δεν επιτελούν τον σκοπό τους. Η συνταγή θα πρέπει επίσης να ακολουθεί μια λογική σειρά. Για παράδειγμα, σε μια συνταγή για κέικ, ο αναγνώστης περιμένει να διαβάσει ότι πρέπει να βουτυρώσει τη φόρμα ψησίματος, να ρίξει το μείγμα του κέικ μέσα στη φόρμα και να την βάλει στον φούρνο. Πολλές φορές, όμως, αυτή η λογική σειρά δεν ακολουθείται στην πρωτότυπη συνταγή, οπότε ο μεταφραστής πρέπει να βασιστεί στην κριτική σκέψη του και να κάνει τις απαιτούμενες προσαρμογές.
Επίσης, η αναφορά στα συστατικά ή στο αποτέλεσμα πρέπει να είναι σαφής. Έτσι, σε μια συνταγή για ψητό κρέας, διαβάζουμε ότι πρέπει να ελέγξουμε το ψήσιμο: «the juices should run pink but not bloody». Είναι σαφές ότι το υγρό που βγαίνει από το κρέας δεν πρέπει να είναι κόκκινο ούτε διαφανές, όπως όταν τρυπάμε ένα καλά ψημένο κοτόπουλο, αλλά ροζ. Ως μεταφραστές, πρέπει να φέρουμε στο μυαλό μας αυτή την εικόνα, ώστε να χρησιμοποιήσουμε μια απόδοση που να είναι κατανοητή από τον αναγνώστη, να αρμόζει στην κουλτούρα του και να διασφαλίζει το σωστό ψήσιμο του κρέατος. Η κατά λέξη απόδοση της λέξης «bloody» θα ήταν απωθητική, συνεπώς, θα πρέπει να επιλέξουμε μία κατάλληλη απόδοση, όπως «κόκκινο» ή «στο χρώμα του αίματος» που θα συνδυάζει τα παραπάνω με τον ιδανικό τρόπο.
Κάποιες φορές ωστόσο είναι σκόπιμο να διατηρηθούν ορισμένα πολιτιστικά στοιχεία. Για παράδειγμα, μια συνταγή για «Σπαγγέτι Arrabiata» ακούγεται πιο δελεαστική απ’ ό,τι μια συνταγή για «Σπαγγέτι με πικάντικη σάλτσα ντομάτας». Αν και φαίνεται λογικό να επιλέξουμε μια στρατηγική επεξηγηματικής μετάφρασης, ορισμένα στοιχεία, όπως το όνομα του πιάτου, μπορούν να μεταφερθούν αυτούσια, ώστε να προσελκύσουν την προσοχή και το ενδιαφέρον του αναγνώστη, ή να τον επιμορφώσουν και να τον εξοικειώσουν με τον διεθνή γαστριμαργικό πολιτισμό.
Ένα άλλο ζήτημα που καλούμαστε να αντιμετωπίσουμε είναι οι αναφορές σε συγκεκριμένες μάρκες προϊόντων. Εάν μια μάρκα είναι άγνωστη για τους αναγνώστες της μεταφρασμένης συνταγής, θα πρέπει να την παραλείψουμε και να χρησιμοποιήσουμε μια περιγραφική απόδοση. Αντίθετα, σε ένα βιβλίο μαγειρικής με συνταγές από συγκεκριμένη, παραδοσιακή κουζίνα, ο αναγνώστης θα εκτιμήσει τη διατήρηση πολλών «παραδοσιακών» όρων.
Τέλος, υπάρχει το μεγάλο ζήτημα της ορολογίας. Για παράδειγμα, πολλά συστατικά είναι σπάνια ή εξωτικά και ως επί το πλείστoν άγνωστα για το ελληνικό κοινό . Σε αυτή την περίπτωση, είτε ανατρέχουμε σε εξειδικευμένα λεξικά είτε αναζητούμε τη λατινική ονομασία των συστατικών, ώστε να καταλήξουμε σε μια έγκυρη απόδοση. Ως μεταφραστές, πρέπει να γνωρίζουμε όλα τα παραπάνω χαρακτηριστικά των κειμένων μαγειρικής και να επιλέγουμε κάθε φορά τις κατάλληλες στρατηγικές, μπαίνοντας στη θέση του αναγνώστη και φροντίζοντας η μεταφρασμένη συνταγή να είναι γλωσσικά, πραγματολογικά και λειτουργικά άρτια.